- ἐπικληρῖτις
- ἐπικληρ-ῖτις, ιδος, ἡ, = ἐπίκληρος, ἡ, Is.Fr.91 S.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επικληρίτις — ἐπικληρῑτις, ἡ (Α) [επίκληρος] η επίκληρος … Dictionary of Greek
ἐπικληρῖτις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικληρῖτιν — ἐπικληρῖτις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)